νηλιποκαιβλεπέλαιοι

νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλιποκαιβλεπέλαιοι, οί (Α)
(ως σκωπτ. χαρακτηρισμός τών φιλοσόφων) αυτοί που είναι ξυπόλυτοι και, αντί να χρησιμοποιούν το λάδι για να καθαρίζονται, περιορίζονται απλώς στο να τό βλέπουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη φτειαχτή < νήλιπος «ξυπόλυτος» + καί + βλέπω + ἔλαιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”